ἐθεάσαντο

ἐθεάσαντο
ἐθεά̱σαντο , θεάομαι
gaze at
aor ind mp 3rd pl (attic)
ἐθεά̱σαντο , θεάομαι
gaze at
aor ind mp 3rd pl (doric aeolic)
ἐθεά̱σαντο , θεάω
gaze at
aor ind mid 3rd pl (attic)
ἐθεά̱σαντο , θεάω
gaze at
aor ind mid 3rd pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Преображение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Яблочный Спас Преображение Господне Преображение Господне (Икона …   Википедия

  • σωρός — ο, ΝΜΑ 1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”